- ἀκαίριος
- ἀκαίριοςuntimelymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκαίριον — ἀκαίριος untimely masc/fem acc sg ἀκαίριος untimely neut nom/voc/acc sg ἀ̱καίριον , ἀκαιρέω to be without an opportunity imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱καίριον , ἀκαιρέω to be without an opportunity imperf ind act 1st sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek